Ράπτης στα ουκρανικά
Μετάφραση: ράπτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кравець, портной
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράπτης
ράπτης ράπτη 2001, ράπτης και ράπτη 2007, ράπτης σωτήριος, ράπτης κωνσταντίνος, ράπτης ράπτη 2007, ράπτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ράπτης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ράντσο στα ουκρανικά - виконався, ранчо
- ράπισμα στα ουκρανικά - прочуханка, стукнути, вдарити, грюкнути, ударити
- ράσο στα ουκρανικά - попе, ряса, сутана, піп, ряси
- ράσπα στα ουκρανικά - навальність, скрегіт, скрежет, скреготаннє, скреготіння
Τυχαίες λέξεις
Ράπτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кравець, портной
Μεταφράσεις: кравець, портной