Σκέτο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: σκέτο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
равнина, чист, Neat, Спретнато, кокетен, подреден
Σκέτο στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκέτο

ρύζι σκέτο, σκέτο ρυζάλευρο, σκέτο ζωον, γιουβέτσι σκέτο, κριθαράκι σκέτο, σκέτο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σκέτο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • σκέπτομαι στα βουλγαρικά - медитирам, размишлявам, замислям, медитирате, медитираме
  • σκέρτσο στα βουλγαρικά - скерцо, Scherzo, скерцандо, в Скерцо, Скерцо си
  • σκέτος στα βουλγαρικά - равнина, обикновен, ясен, обикновена, ясно
  • σκέφτομαι στα βουλγαρικά - мисля за, мисли за, мислите за, мислим за, мислят за
Τυχαίες λέξεις
Σκέτο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: равнина, чист, Neat, Спретнато, кокетен, подреден