Σκέτο στα σουηδικά

Μετάφραση: σκέτο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enkel, tydlig, påtaglig, simpel, vanlig, slätt, uppenbar, Neat, snyggt, prydlig, propert, prydliga
Σκέτο στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκέτο

ρύζι σκέτο, σκέτο ρυζάλευρο, σκέτο ζωον, γιουβέτσι σκέτο, κριθαράκι σκέτο, σκέτο λεξικό γλώσσας σουηδικά, σκέτο στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • σκέπτομαι στα σουηδικά - mena, tycka, anta, tänka, meditera, mediterar, begrunda, ...
  • σκέρτσο στα σουηδικά - gyckla, skämt, skämta, scherzo, scherzot, scherzoen
  • σκέτος στα σουηδικά - påtaglig, uppenbar, slätt, enkel, tydlig, vanlig, simpel, ...
  • σκέφτομαι στα σουηδικά - anta, tycka, tänka, mena, tänka på, tänker på, tänk på, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκέτο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: enkel, tydlig, påtaglig, simpel, vanlig, slätt, uppenbar, Neat, snyggt, prydlig, propert, prydliga