Σπανιότητα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σπανιότητα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рядкост, редкостта, изключителност
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπανιότητα
σπανιότητα συνώνυμο, σπανιότητα παραγωγικών συντελεστών, σπανιότητα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σπανιότητα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σπαθί στα βουλγαρικά - меч, меча, нож, мечът
- σπανάκι στα βουλγαρικά - спанак, щипнат, спанака, спанакът, от спанак
- σπαρταρώ στα βουλγαρικά - гърчене, кривене, превиване, виене, мъча се
- σπασμωδικός στα βουλγαρικά - конвулсивен, спазматичен, спастичен, спазматични, спазматично
Τυχαίες λέξεις
Σπανιότητα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: рядкост, редкостта, изключителност
Μεταφράσεις: рядкост, редкостта, изключителност