Σπανιότητα στα ιταλικά
Μετάφραση: σπανιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carestia, rarità, carenza, penuria, rarity, la rarità, raro, rara
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπανιότητα
σπανιότητα συνώνυμο, σπανιότητα παραγωγικών συντελεστών, σπανιότητα λεξικό γλώσσας ιταλικά, σπανιότητα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- σπαθί στα ιταλικά - spada, la spada, spada di, di spada
- σπανάκι στα ιταλικά - spinaci, di spinaci, gli spinaci, spinacio, spinach
- σπαρταρώ στα ιταλικά - contorcersi, writhe, contorsione, si contorcono, contorcere
- σπασμωδικός στα ιταλικά - spasmodico, spasmodica, spasmodiche, spasmodic, spasmodici
Τυχαίες λέξεις
Σπανιότητα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: carestia, rarità, carenza, penuria, rarity, la rarità, raro, rara
Μεταφράσεις: carestia, rarità, carenza, penuria, rarity, la rarità, raro, rara