Σπανιότητα στα ουκρανικά
Μετάφραση: σπανιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дефіцит, брак, рідкість, нестача, хиба, недостача, надзвичайно, диво, навдивовижу
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπανιότητα
σπανιότητα συνώνυμο, σπανιότητα παραγωγικών συντελεστών, σπανιότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σπανιότητα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σπαθί στα ουκρανικά - шашка, шпага, рапіра, шабля, палаш, меч, ворожий, ...
- σπανάκι στα ουκρανικά - шпинат, шпинатом
- σπαρταρώ στα ουκρανικά - пише, корчитися, корчитись, помучиться, корчитиметься
- σπασμωδικός στα ουκρανικά - спазматичний, нерівний, нерегулярний, дорадчий, судорожний, неритмічний, судомний
Τυχαίες λέξεις
Σπανιότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дефіцит, брак, рідкість, нестача, хиба, недостача, надзвичайно, диво, навдивовижу
Μεταφράσεις: дефіцит, брак, рідкість, нестача, хиба, недостача, надзвичайно, диво, навдивовижу