Συνεσταλμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνεσταλμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плах, плахи, плахо, плаха, притеснителен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεσταλμένος
συνεσταλμένοσ συνώνυμα, συνεσταλμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνεσταλμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνεργασία στα βουλγαρικά - участие, сътрудничество, сътрудничеството, на сътрудничеството, сътрудничество в
- συνεργός στα βουλγαρικά - подбудител, подстрекател, съучастник, помагач
- συνετά στα βουλγαρικά - мъдро, разумно, умно
- συνεταιρισμός στα βουλγαρικά - кооперация, съдружие, партньорство, партньорството, сътрудничество
Τυχαίες λέξεις
Συνεσταλμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: плах, плахи, плахо, плаха, притеснителен
Μεταφράσεις: плах, плахи, плахо, плаха, притеснителен