Συνοδεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνοδεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
охрана, придружи, придружава, придружават, съпровожда, съпътстват
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνοδεύω
συνοδεύω translation, συνοδεύω στα αγγλικά, συνοδεύω συνώνυμα, συνοδεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνοδεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συννεφιασμένος στα βουλγαρικά - мътен, облачен, облачност, облачно, мътна
- συνοδεία στα βουλγαρικά - съпровод, акомпанимент, придружаване, съпровод на, акомпанимент на
- συνολικός στα βουλγαρικά - общо, общия, Общият, общ, Общият брой
- συνομιλία στα βουλγαρικά - разговор, разговора, разговори, кореспонденция
Τυχαίες λέξεις
Συνοδεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: охрана, придружи, придружава, придружават, съпровожда, съпътстват
Μεταφράσεις: охрана, придружи, придружава, придружават, съпровожда, съпътстват