Συνοδεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συνοδεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escoltar, escapar, escolta, acompanhar, acompanhamento, acompanhá, acompanham, acompanha
Συνοδεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνοδεύω

συνοδεύω translation, συνοδεύω στα αγγλικά, συνοδεύω συνώνυμα, συνοδεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνοδεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συννεφιασμένος στα πορτογαλικά - nebuloso, nublado, turvo, cloudy, turva
  • συνοδεία στα πορτογαλικά - acompanhamento, de acompanhamento, o acompanhamento, acompanhamento de, do acompanhamento
  • συνολικός στα πορτογαλικά - total, sobre, inteiro, todo, totalitário, total de, dadas, ...
  • συνομιλία στα πορτογαλικά - conversação, conversa, conversas, de conversação, diálogo
Τυχαίες λέξεις
Συνοδεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: escoltar, escapar, escolta, acompanhar, acompanhamento, acompanhá, acompanham, acompanha