Συντομεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συντομεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лишавам, съкрати, да съкрати
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντομεύω
συντομεύω συνώνυμο, συντομεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συντομεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συντηρώ στα βουλγαρικά - спазвам, съхранят, запазвам, закрилям, опазвам, поддържане, поддържа, ...
- συντομία στα βουλγαρικά - задух, недостиг, затруднено, учестено, затруднение
- συντονίζω στα βουλγαρικά - координата, координира, координират, координиране, координатна
- συντονισμός στα βουλγαρικά - координация, координиране, координацията, съгласуване, координирането
Τυχαίες λέξεις
Συντομεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лишавам, съкрати, да съкрати
Μεταφράσεις: лишавам, съкрати, да съкрати