Συντομεύω στα φινλανδικά
Μετάφραση: συντομεύω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lyhentää, abridge, Lyhennä sisältöä, Lyhennä
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντομεύω
συντομεύω συνώνυμο, συντομεύω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, συντομεύω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- συντηρώ στα φινλανδικά - pito, jälkisoitanta, säästää, tukea, varjella, pitää, säilöä, ...
- συντομία στα φινλανδικά - lyhyys, hengenahdistus, hengenahdistusta, shortness, lyhyyden
- συντονίζω στα φινλανδικά - virittää, koordinoida, koordinoimaan, koordinoi, koordinoitava, sovittaa yhteen
- συντονισμός στα φινλανδικά - koordinointi, koordinaatio, koordinointia, koordinoinnin, yhteensovittamisesta
Τυχαίες λέξεις
Συντομεύω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: lyhentää, abridge, Lyhennä sisältöä, Lyhennä
Μεταφράσεις: lyhentää, abridge, Lyhennä sisältöä, Lyhennä