Συντομεύω στα ισλανδικά
Μετάφραση: συντομεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skerða, skerðir, minnka bann úrlendisrétt, skerÃ
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντομεύω
συντομεύω συνώνυμο, συντομεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συντομεύω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συντηρώ στα ισλανδικά - geyma, halda, viðhalda, að viðhalda, að halda, haldið
- συντομία στα ισλανδικά - mæði
- συντονίζω στα ισλανδικά - samræma, samhæfa, að samræma, hnit, samræmt
- συντονισμός στα ισλανδικά - samhæfing, samhæfingu, samræmingu, samræming, samræma
Τυχαίες λέξεις
Συντομεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skerða, skerðir, minnka bann úrlendisrétt, skerÃ
Μεταφράσεις: skerða, skerðir, minnka bann úrlendisrétt, skerÃ