Συντομεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συντομεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
resumir, abreviar, reduzir, condensar, encurtar, abridge
Συντομεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντομεύω

συντομεύω συνώνυμο, συντομεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συντομεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συντηρώ στα πορτογαλικά - conservar, economizar, conservas, preservar, suspeita, apresentação, suportar, ...
  • συντομία στα πορτογαλικά - falta, brevidade, dificuldade, shortness, o shortness
  • συντονίζω στα πορτογαλικά - coordenar, de coordenadas, coordenada, coordenar as, coordenar a
  • συντονισμός στα πορτογαλικά - coordenação, a coordenação, de coordenação, uma coordenação, da coordenação
Τυχαίες λέξεις
Συντομεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: resumir, abreviar, reduzir, condensar, encurtar, abridge