Συρροή στα βουλγαρικά

Μετάφραση: συρροή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изобилие, натопления, прилив, стечение, приток
Συρροή στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συρροή

συρροή συντάξεων, συρροή συμβάσεων, συρροή νόμων, συρροή σσε, συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, συρροή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συρροή στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • συρρέω στα βουλγαρικά - стадо, ято, стадото, овцете
  • συρρικνώνομαι στα βουλγαρικά - психиатър, осанка, смален, свит, съсухрено, спаружили, се спаружили
  • συρτάρι στα βουλγαρικά - чекмедже, чекмеджето, чекмеджета, чекмеджето на, чекмеджетата
  • συσκέπτομαι στα βουλγαρικά - комуна, община, общината, беседвам задушевно
Τυχαίες λέξεις
Συρροή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: изобилие, натопления, прилив, стечение, приток