Συστέλλω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
осанка, психиатър, сбръчквам, съсухрям се
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συστέλλω
συστέλλω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συστέλλω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συσσώρευση στα βουλγαρικά - натопления, натрупване, натрупването, натрупване на, акумулиране, кумулиране
- συστέλλομαι στα βουλγαρικά - договор, сбръчквам, съсухрям се
- συστήνω στα βουλγαρικά - препоръчвам, препоръчваме, препоръча, да препоръча, препоръчаме
- συστατικός στα βουλγαρικά - съставен, съставна част, съставна, съставен елемент, съставния
Τυχαίες λέξεις
Συστέλλω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: осанка, психиатър, сбръчквам, съсухрям се
Μεταφράσεις: осанка, психиатър, сбръчквам, съсухрям се