Σφυροκοπώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: σφυροκοπώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чук, ругатня, наказвам строго, повреждам, бомбардирам жестоко, обстрелвам жестоко
Σφυροκοπώ στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφυροκοπώ

σφυροκοπώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σφυροκοπώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • σφυρίζω στα βουλγαρικά - фуча, факир, жужа, жужене, фучене
  • σφυρίχτρα στα βουλγαρικά - свирка, свирката, изсвирване, подсвирна
  • σφύριγμα στα βουλγαρικά - свирка, свирката, изсвирване, подсвирна
  • σχάρα στα βουλγαρικά - стойка, решетка, багажник, зъбна рейка, напрягам, нося се, изтезавам
Τυχαίες λέξεις
Σφυροκοπώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: чук, ругатня, наказвам строго, повреждам, бомбардирам жестоко, обстрелвам жестоко