Σύρσιμο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: σύρσιμο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Плъзгането, Плъзгане, Влачене, Влаченето, Влачейки
Σύρσιμο στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύρσιμο

σύρσιμο συνώνυμο, σύρσιμο των ποδιών, σύρσιμο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σύρσιμο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • σύρμα στα βουλγαρικά - жица, тел, проводник, телени, телена
  • σύρομαι στα βουλγαρικά - пълзене, на пълзене, приплъзване, на пълзящи, провисване
  • σύσκεψη στα βουλγαρικά - обсъждане, делиберация, разискване, делиберацията, разисквания
  • σύσπαση στα βουλγαρικά - контракция, свиване, свиването, свиване на, съкращение
Τυχαίες λέξεις
Σύρσιμο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: Плъзгането, Плъзгане, Влачене, Влаченето, Влачейки