Σύρσιμο στα ουγγρικά

Μετάφραση: σύρσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyorsúszás, hal-tartály, sprintúszás, kallózás, kúszás, húzás, húzza, húzása, húzásával, húzva
Σύρσιμο στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύρσιμο

σύρσιμο συνώνυμο, σύρσιμο των ποδιών, σύρσιμο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σύρσιμο στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • σύρμα στα ουγγρικά - sodrony, drót, huzal, vezeték, vezetékes, vezetéket
  • σύρομαι στα ουγγρικά - sprintúszás, hal-tartály, kúszás, gyorsúszás, kallózás, kúszási, creep, ...
  • σύσκεψη στα ουγγρικά - eszmecsere, konferencia, tanácskozás, mérlegelés, megfontolás, megvitatás, tanácskozást
  • σύσπαση στα ουγγρικά - nyomás, satu, feszélyezettség, feszélyezett, kapocsvas, összehúzódás, kontrakció, ...
Τυχαίες λέξεις
Σύρσιμο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: gyorsúszás, hal-tartály, sprintúszás, kallózás, kúszás, húzás, húzza, húzása, húzásával, húzva