Σύρσιμο στα ρουμανικά
Μετάφραση: σύρσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Tragerea, Glisarea, Tragere, glisând, trăgându
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύρσιμο
σύρσιμο συνώνυμο, σύρσιμο των ποδιών, σύρσιμο λεξικό γλώσσας ρουμανικά, σύρσιμο στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- σύρμα στα ρουμανικά - telegramă, sârmă, de sârmă, fir, fire, sarma
- σύρομαι στα ρουμανικά - târî, fluaj, la fluaj, creep, curgere lenta
- σύσκεψη στα ρουμανικά - ligă, congres, deliberare, deliberări, deliberării, deliberarea, de deliberare
- σύσπαση στα ρουμανικά - crampă, contracție, contracția, contractie, contractia, contrac
Τυχαίες λέξεις
Σύρσιμο στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: Tragerea, Glisarea, Tragere, glisând, trăgându
Μεταφράσεις: Tragerea, Glisarea, Tragere, glisând, trăgându