Σύρσιμο στα ολλανδικά

Μετάφραση: σύρσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruipen, slepen, te slepen, verslepen, het slepen, slepen van
Σύρσιμο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύρσιμο

σύρσιμο συνώνυμο, σύρσιμο των ποδιών, σύρσιμο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σύρσιμο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σύρμα στα ολλανδικά - metaaldraad, draad, telegram, wire, kabel, draads, draden
  • σύρομαι στα ολλανδικά - kruipen, kruip, creep, griezel, engerd
  • σύσκεψη στα ολλανδικά - liga, bond, verbond, conferentie, beraadslaging, beraad, overleg, ...
  • σύσπαση στα ολλανδικά - kramp, samentrekking, inkrimping, contractie, krimp, samentrekken
Τυχαίες λέξεις
Σύρσιμο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruipen, slepen, te slepen, verslepen, het slepen, slepen van