Σύρσιμο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: σύρσιμο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перасоўванне, перамяшчэнне, рух, перамяшчэньне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύρσιμο
σύρσιμο συνώνυμο, σύρσιμο των ποδιών, σύρσιμο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σύρσιμο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- σύρμα στα λευκορωσικά - нiтка, провад, провод, дрот
- σύρομαι στα λευκορωσικά - ползучесть
- σύσκεψη στα λευκορωσικά - абмеркаванне, Размовы, Размовы пра, Абмеркаваньне, Размова
- σύσπαση στα λευκορωσικά - скарачэнне
Τυχαίες λέξεις
Σύρσιμο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: перасоўванне, перамяшчэнне, рух, перамяшчэньне
Μεταφράσεις: перасоўванне, перамяшчэнне, рух, перамяшчэньне