Σύρσιμο στα ισλανδικά

Μετάφραση: σύρσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
draga, að draga, með því að draga, því að draga, dragging
Σύρσιμο στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύρσιμο

σύρσιμο συνώνυμο, σύρσιμο των ποδιών, σύρσιμο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σύρσιμο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • σύρμα στα ισλανδικά - vír, víra, vírinn
  • σύρομαι στα ισλανδικά - skríða
  • σύσκεψη στα ισλανδικά - umhugsun, Yfirvegun
  • σύσπαση στα ισλανδικά - samdráttur, samdrætti, samdrátturinn, samdráttar, samdrátt
Τυχαίες λέξεις
Σύρσιμο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: draga, að draga, með því að draga, því að draga, dragging