Τσιγκούνης στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τσιγκούνης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оскъден, скъпернически, стиснат, стиснати, пестете
Τσιγκούνης στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιγκούνης

τσιγκούνης συνώνυμα, τσιγκούνης συνώνυμο, δημήτρης τσιγκούνης, τσιγκούνης ιωάννης, τσιγκούνης άντρας, τσιγκούνης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τσιγκούνης στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τσιγκουνεύομαι στα βουλγαρικά - ограничение, спирам, ограничавам се, ограничавам, престой, работата му
  • τσιγκουνιά στα βουλγαρικά - алчност, niggardliness
  • τσιλιαδόρος στα βουλγαρικά - наблюдение, Lookout, оглеждане, Място с изглед, наблюдателната, нащрек
  • τσιμέντο στα βουλγαρικά - цимент, циментова, на цимент, цимента, циментов
Τυχαίες λέξεις
Τσιγκούνης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: оскъден, скъпернически, стиснат, стиснати, пестете