Τσιγκούνης στα ουκρανικά
Μετάφραση: τσιγκούνης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
худорлявий, скупий, солодкомовний, жадібний, скупою, скупої, скупій
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσιγκούνης
τσιγκούνης συνώνυμα, τσιγκούνης συνώνυμο, δημήτρης τσιγκούνης, τσιγκούνης ιωάννης, τσιγκούνης άντρας, τσιγκούνης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τσιγκούνης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τσιγκουνεύομαι στα ουκρανικά - обмеження
- τσιγκουνιά στα ουκρανικά - скупість, скнарість, жадібність, скупость
- τσιλιαδόρος στα ουκρανικά - видивлятися, виглядати, виглядатимуть, оглядати
- τσιμέντο στα ουκρανικά - зацементувати, цемент, цементний, замазка, Пиломатеріали
Τυχαίες λέξεις
Τσιγκούνης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: худорлявий, скупий, солодкомовний, жадібний, скупою, скупої, скупій
Μεταφράσεις: худорлявий, скупий, солодкомовний, жадібний, скупою, скупої, скупій