Τσιγκούνης στα δανικά

Μετάφραση: τσιγκούνης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
betyde, tynd, mene, gennemsnitlig, mager, nærig, nærige, påholdende, smålig, gerrig
Τσιγκούνης στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιγκούνης

τσιγκούνης συνώνυμα, τσιγκούνης συνώνυμο, δημήτρης τσιγκούνης, τσιγκούνης ιωάννης, τσιγκούνης άντρας, τσιγκούνης λεξικό γλώσσας δανικά, τσιγκούνης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τσιγκουνεύομαι στα δανικά - tørn, stint
  • τσιγκουνιά στα δανικά - grådighed, griskhed, nærighed, niggardliness
  • τσιλιαδόρος στα δανικά - vagtpost, lookout, udkig, jagt, udsigtspunkt
  • τσιμέντο στα δανικά - cement, cementen, cement-, af cement
Τυχαίες λέξεις
Τσιγκούνης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: betyde, tynd, mene, gennemsnitlig, mager, nærig, nærige, påholdende, smålig, gerrig