Υπάγω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: υπάγω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отивам, ходя, отидете, проверете, отида
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπάγω
υπάγω συνώνυμα, παράγω στα αγγλικά, υπάγω αρχικοί χρόνοι, υπάγω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, υπάγω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- υλοποιώ στα βουλγαρικά - материализирам, материализира, се материализира, материализират, осъществи
- υνί στα βουλγαρικά - лемеж, лемежа, за лемежа, палешник
- υπάκουος στα βουλγαρικά - послушен, покорен, послушни, покорни, покорна
- υπάλληλος στα βουλγαρικά - чиновник, служител, служителите, на служителите, служител на
Τυχαίες λέξεις
Υπάγω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отивам, ходя, отидете, проверете, отида
Μεταφράσεις: отивам, ходя, отидете, проверете, отида