Υπάγω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υπάγω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
classe, categoria, ir, vá, vão, passar, ir para
Υπάγω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπάγω

υπάγω συνώνυμα, παράγω στα αγγλικά, υπάγω αρχικοί χρόνοι, υπάγω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υπάγω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υλοποιώ στα πορτογαλικά - implantar, implementar, materializar, concretizar, materializam, se materializar
  • υνί στα πορτογαλικά - relha, arado, ploughshare, relha de arado, aletas
  • υπάκουος στα πορτογαλικά - obediente, obedientes, obedient, obediência, obedecer
  • υπάλληλος στα πορτογαλικά - caixeiro, empregado, funcionário, trabalhador, funcionários, do empregado
Τυχαίες λέξεις
Υπάγω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: classe, categoria, ir, vá, vão, passar, ir para