Υπάγω στα δανικά
Μετάφραση: υπάγω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
klasse, gå, går, at gå, tage, go
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπάγω
υπάγω συνώνυμα, παράγω στα αγγλικά, υπάγω αρχικοί χρόνοι, υπάγω λεξικό γλώσσας δανικά, υπάγω στα δανικά
Μεταφράσεις
- υλοποιώ στα δανικά - materialisere, materialisere sig, realitet, realiseres, realiseret
- υνί στα δανικά - plovskær, plovjern, plovskæret
- υπάκουος στα δανικά - lydig, lydige, lydigt, lydighed, lydige mod
- υπάλληλος στα δανικά - kontorist, medarbejder, ansat, ansat hos, medarbejderen, ansatte
Τυχαίες λέξεις
Υπάγω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: klasse, gå, går, at gå, tage, go
Μεταφράσεις: klasse, gå, går, at gå, tage, go