Υπάγω στα ισλανδικά
Μετάφραση: υπάγω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flokka, bekkur, fara, að fara, farið, ferð, fara í
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπάγω
υπάγω συνώνυμα, παράγω στα αγγλικά, υπάγω αρχικοί χρόνοι, υπάγω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υπάγω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- υλοποιώ στα ισλανδικά - áhald, veruleika, að veruleika, skila sér, ganga eftir
- υνί στα ισλανδικά - ploughshare
- υπάκουος στα ισλανδικά - hlýðinn, hlýðni, hlýðnir, hlýða, hlýðin
- υπάλληλος στα ισλανδικά - starfsmaður, starfsmanni, starfsmanns, starfsmanna, starfsmaÃ
Τυχαίες λέξεις
Υπάγω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: flokka, bekkur, fara, að fara, farið, ferð, fara í
Μεταφράσεις: flokka, bekkur, fara, að fara, farið, ferð, fara í