Υπερασπίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: υπερασπίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
защитавам, защитава, защити, защитават, защитят
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπερασπίζω
υπερασπίζω συνώνυμα, υπερασπίζω ή υπερασπίζομαι, υπερασπίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, υπερασπίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- υπερακοντίζω στα βουλγαρικά - надхвърлям, Надхвърляне на, на надвишаването, отклонение от зададената стойност
- υπερασπίζομαι στα βουλγαρικά - шампион, шампионка, шампион по, шампион на, шампиона
- υπερασπιστής στα βουλγαρικά - адвокат, шампион, шампионка, шампион по, шампион на, шампиона
- υπερατλαντικός στα βουλγαρικά - трансатлантически, трансатлантическото, трансатлантическата, трансатлантическия, трансатлантическо
Τυχαίες λέξεις
Υπερασπίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: защитавам, защитава, защити, защитават, защитят
Μεταφράσεις: защитавам, защитава, защити, защитават, защитят