Υπεροψία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: υπεροψία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
арогантност, високомерие, арогантността, надменност
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπεροψία
υπεροψία συνώνυμο, υπεροψία της μικρής διαφοράς, υπεροψία και μέθη μαρωνίτης, υπεροψία και μέθη, υπεροψία λεξικο, υπεροψία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, υπεροψία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- υπεροπτικός στα βουλγαρικά - арогантна, арогантно, арогантен, надменен, високомерен, високомерният, високомерна, ...
- υπεροχή στα βουλγαρικά - превъзходство, превъзходството, предимство, надмощие
- υπερπληθυσμός στα βουλγαρικά - пренаселеност, пренаселване, пренаселеността, пренаселването, свръхнаселеността
- υπερπόντιος στα βουλγαρικά - в чужбина, отвъд океана, чужбина, отвъдморски
Τυχαίες λέξεις
Υπεροψία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: арогантност, високомерие, арогантността, надменност
Μεταφράσεις: арогантност, високомерие, арогантността, надменност