Υπεροψία στα ολλανδικά
Μετάφραση: υπεροψία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanmatiging, arrogantie, hoogmoed, arrogant, de arrogantie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπεροψία
υπεροψία συνώνυμο, υπεροψία της μικρής διαφοράς, υπεροψία και μέθη μαρωνίτης, υπεροψία και μέθη, υπεροψία λεξικο, υπεροψία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπεροψία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- υπεροπτικός στα ολλανδικά - onbescheiden, arrogant, aanmatigend, hautain, verwaten, zelfbewust, verwaand, ...
- υπεροχή στα ολλανδικά - superioriteit, overwicht, superieur, de superioriteit, superioriteit van
- υπερπληθυσμός στα ολλανδικά - overbevolking, de overbevolking, overpopulatie
- υπερπόντιος στα ολλανδικά - overzee, overzeese, buitenland, het buitenland, buitenlandse
Τυχαίες λέξεις
Υπεροψία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanmatiging, arrogantie, hoogmoed, arrogant, de arrogantie
Μεταφράσεις: aanmatiging, arrogantie, hoogmoed, arrogant, de arrogantie