Υπηρετώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: υπηρετώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
служа, служи, служат, послужи, да служи
Υπηρετώ στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπηρετώ

υπηρετώ συνώνυμα, υπηρετώ ετυμολογία, υπηρετεί ετυμολογία, υπηρετώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, υπηρετώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • υπηρέτρια στα βουλγαρικά - прислужница, камериерка, мома, почистване на стаята, камериерско
  • υπηρεσία στα βουλγαρικά - агентство, услуги, обслужване, услуга, сервиз, услугата, служба
  • υπνάκος στα βουλγαρικά - дрямка, Snooze, на дрямка, доспиване
  • υπνοδωμάτιο στα βουλγαρικά - спалня, Двустаен, стаен, спални, Тристаен
Τυχαίες λέξεις
Υπηρετώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: служа, служи, служат, послужи, да служи