Υπηρετώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: υπηρετώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þjóna, að þjóna, þjónað, gegna, starfa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπηρετώ
υπηρετώ συνώνυμα, υπηρετώ ετυμολογία, υπηρετεί ετυμολογία, υπηρετώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υπηρετώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- υπηρέτρια στα ισλανδικά - þjónn, hjú, vinnukona, ambátt, mær, þerna, vinnukonan
- υπηρεσία στα ισλανδικά - greiði, þjónusta, Service, þjónustu, þjónustan, Hótelþjónusta
- υπνάκος στα ισλανδικά - dúr, Snooze, blunds, Blunda, Blundur, á Blund
- υπνοδωμάτιο στα ισλανδικά - svefnherbergi, herbergja, svefnherbergja, svefnherbergis, Svefnherbergið
Τυχαίες λέξεις
Υπηρετώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þjóna, að þjóna, þjónað, gegna, starfa
Μεταφράσεις: þjóna, að þjóna, þjónað, gegna, starfa