Φορτίο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: φορτίο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
натоварване, товар, товара, натоварването, на натоварването
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορτίο
φορτίο πλάκασ, φορτίο χύδην, φορτίο ηλεκτρονίου, φορτίο χιονιού, φορτίο τοιχοποιίας, φορτίο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, φορτίο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- φορολογώ στα βουλγαρικά - налог, данък, дан, жертви, пътни такси, пътно таксуване, пътна такса
- φορτίζω στα βουλγαρικά - зареждане, заредите, зареждате, таксува, начислява
- φορτηγάκι στα βουλγαρικά - авангард, фургон, Ван, Van, микробус, на Ван
- φορτηγό στα βουλγαρικά - камион, транспорт, камиони, хладилник
Τυχαίες λέξεις
Φορτίο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: натоварване, товар, товара, натоварването, на натоварването
Μεταφράσεις: натоварване, товар, товара, натоварването, на натоварването