Φορτίο στα δανικά
Μετάφραση: φορτίο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
byrde, læs, belastning, belastningen, last, lasten, load
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορτίο
φορτίο πλάκασ, φορτίο χύδην, φορτίο ηλεκτρονίου, φορτίο χιονιού, φορτίο τοιχοποιίας, φορτίο λεξικό γλώσσας δανικά, φορτίο στα δανικά
Μεταφράσεις
- φορολογώ στα δανικά - skat, vejafgift, vejafgiften, afgift, toll
- φορτίζω στα δανικά - byrde, læs, ladning, oplade, opkræve, opkræver, debitere, ...
- φορτηγάκι στα δανικά - van, varevogn
- φορτηγό στα δανικά - lastvogn, lastbil, trucken, truck, gaffeltruck, lastbilen
Τυχαίες λέξεις
Φορτίο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: byrde, læs, belastning, belastningen, last, lasten, load
Μεταφράσεις: byrde, læs, belastning, belastningen, last, lasten, load