Χρονικό στα βουλγαρικά

Μετάφραση: χρονικό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хроника, летопис, хрониката, Chronicle
Χρονικό στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρονικό

χρονικό διάστημα english, χρονικό 25ης μαρτίου, χρονικό της άλωσης, χρονικό 1821, χρονικό του μορέως, χρονικό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, χρονικό στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • χρονικά στα βουλγαρικά - ежегодник, летописи, Анали, Annals, аналите, летописа
  • χρονικογράφος στα βουλγαρικά - хроникьор, летописец, хронист
  • χρονικός στα βουλγαρικά - слепоочен, светски, слепоочния, времево, темпорален
  • χρονοτριβή στα βουλγαρικά - забавяне, закъснение, отлагане, незабавно, забава
Τυχαίες λέξεις
Χρονικό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: хроника, летопис, хрониката, Chronicle