Χρονικό στα ολλανδικά
Μετάφραση: χρονικό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kroniek, Chronicle, stelt te boek, kroniek van, te boek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρονικό
χρονικό διάστημα english, χρονικό 25ης μαρτίου, χρονικό της άλωσης, χρονικό 1821, χρονικό του μορέως, χρονικό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χρονικό στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- χρονικά στα ολλανδικά - annalen, Annals, jaarboeken, analen, kronieken
- χρονικογράφος στα ολλανδικά - kroniekschrijver, chroniqueur, chronicler, geschiedschrijver, kroniek
- χρονικός στα ολλανδικά - tijdelijk, temporele, tijdelijke, tijd, temporale
- χρονοτριβή στα ολλανδικά - vertraging, uitstel, oponthoud, delay, vertragingstijd
Τυχαίες λέξεις
Χρονικό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kroniek, Chronicle, stelt te boek, kroniek van, te boek
Μεταφράσεις: kroniek, Chronicle, stelt te boek, kroniek van, te boek