Χρονικό στα λιθουανικά
Μετάφραση: χρονικό, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kronika, metraštis, chronicle, kronikoje, kroniką
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρονικό
χρονικό διάστημα english, χρονικό 25ης μαρτίου, χρονικό της άλωσης, χρονικό 1821, χρονικό του μορέως, χρονικό λεξικό γλώσσας λιθουανικά, χρονικό στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- χρονικά στα λιθουανικά - metraštis, analai, analai yra, Annāles, Annały
- χρονικογράφος στα λιθουανικά - kronikininkas, metraštininkas, metraštininku, Kronikose, Kronikų autorius
- χρονικός στα λιθουανικά - laiko, laiko atžvilgiu, laikinas, laikina, laikiną
- χρονοτριβή στα λιθουανικά - melas, delsimas, uždelsimas, vėlavimas, vėlavimo, vėlavimą
Τυχαίες λέξεις
Χρονικό στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kronika, metraštis, chronicle, kronikoje, kroniką
Μεταφράσεις: kronika, metraštis, chronicle, kronikoje, kroniką