Όταν στα βουλγαρικά

Μετάφραση: όταν, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кога, когато, при, когато се
Όταν στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όταν

όταν έχω εσένα - δημήτρης μητροπάνος, όταν είσαι εδώ αντώνης ρέμος, όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola (βίντεο), όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola, όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια, όταν λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, όταν στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • όσιος στα βουλγαρικά - благословен, Блажен, Благословената, Благословения, Блажен оня
  • όσχεο στα βουλγαρικά - скротум, скротума, на скротума, тестисите, мъдна торбичка
  • όφελος στα βουλγαρικά - облага, полза, ползи, обезщетение, ползите
  • όχημα στα βουλγαρικά - носител, превозно средство, превозното средство, на превозното средство
Τυχαίες λέξεις
Όταν στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кога, когато, при, когато се