Όταν στα πορτογαλικά

Μετάφραση: όταν, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
roda, quando, ao, em, que
Όταν στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όταν

όταν έχω εσένα - δημήτρης μητροπάνος, όταν είσαι εδώ αντώνης ρέμος, όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola (βίντεο), όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola, όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια, όταν λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, όταν στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • όσιος στα πορτογαλικά - sacro, sagrado, santo, abençoado, bendito, Santíssima, Santíssimo, ...
  • όσχεο στα πορτογαλικά - escroto, scrotum, bolsa escrotal, saco escrotal, escrotal
  • όφελος στα πορτογαλικά - benefício, beneficiar, benefícios, vantagem, prestação
  • όχημα στα πορτογαλικά - veículo, vegetação, veículos, do veículo, de veículos, veículo de
Τυχαίες λέξεις
Όταν στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: roda, quando, ao, em, que