Βασανιζόμενος στα γαλλικά
Μετάφραση: βασανιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
souffrant, vasanizomenos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βασανιζόμενος
βασανιζόμενος λεξικό γλώσσας γαλλικά, βασανιζόμενος στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- βασίλισσα στα γαλλικά - reine, dame, la Reine, de la Reine, lit queen, Queen
- βασανίζω στα γαλλικά - attrister, obséder, tracasser, désoler, toucher, torturent, agonie, ...
- βασανισμός στα γαλλικά - torturer, torture, martyriser, torturez, peine, tourment, angoisse, ...
- βασανιστήριο στα γαλλικά - supporter, crémaillère, rayon, étirer, torturer, tourmenter, martyriser, ...
Τυχαίες λέξεις
Βασανιζόμενος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: souffrant, vasanizomenos
Μεταφράσεις: souffrant, vasanizomenos