Βασανιζόμενος στα ρουμανικά
Μετάφραση: βασανιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vasanizomenos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βασανιζόμενος
βασανιζόμενος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, βασανιζόμενος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- βασίλισσα στα ρουμανικά - regină, regina, queen, reginei, împărăteasă
- βασανίζω στα ρουμανικά - chinui, tortură, chin, agonie, obseda, obsedeze, obsedează, ...
- βασανισμός στα ρουμανικά - chin, chinui, tortură, agonie, cruzime, Cruzimii, Cruzimea, ...
- βασανιστήριο στα ρουμανικά - portbagaj, chinui, tortură, tortura, torturii, de tortură, torturi
Τυχαίες λέξεις
Βασανιζόμενος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: vasanizomenos
Μεταφράσεις: vasanizomenos