Βασανιζόμενος στα ιταλικά

Μετάφραση: βασανιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vasanizomenos
Βασανιζόμενος στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασανιζόμενος

βασανιζόμενος λεξικό γλώσσας ιταλικά, βασανιζόμενος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • βασίλισσα στα ιταλικά - regina, queen, matrimoniale, della regina, alla francese
  • βασανίζω στα ιταλικά - angustiare, strazio, pena, tortura, cordoglio, torturare, tormento, ...
  • βασανισμός στα ιταλικά - tortura, cordoglio, pena, torturare, tormento, strazio, crudeltà, ...
  • βασανιστήριο στα ιταλικά - tormentare, tortura, torture, la tortura, di tortura, della tortura
Τυχαίες λέξεις
Βασανιζόμενος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: vasanizomenos