Ευλογώ στα γαλλικά
Μετάφραση: ευλογώ, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bénissent, bénir, bénis, bénissons, bénissez, bénisse, bénira, bénirai
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευλογώ
ευλογώ συνωνυμο, ευλογώ τα γένια μου, ευλογώ λεξικό γλώσσας γαλλικά, ευλογώ στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- ευλάβεια στα γαλλικά - religiosité, soumission, vénération, piété, dévotion, dévouement, affection, ...
- ευλογία στα γαλλικά - manne, bénissant, agrément, bienfait, bénédiction, approbation, la bénédiction, ...
- ευλυγισία στα γαλλικά - flexibilité, malléabilité, souplesse, élasticité, adaptabilité, la souplesse, de souplesse, ...
- ευλύγιστος στα γαλλικά - flexible, malléable, pliant, liant, élastique, souple, souples, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευλογώ στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: bénissent, bénir, bénis, bénissons, bénissez, bénisse, bénira, bénirai
Μεταφράσεις: bénissent, bénir, bénis, bénissons, bénissez, bénisse, bénira, bénirai