Ευλογώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ευλογώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
benzer, abençoar, abençoe, abençoá, te abençoe, abençoe a
Ευλογώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευλογώ

ευλογώ συνωνυμο, ευλογώ τα γένια μου, ευλογώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευλογώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ευλάβεια στα πορτογαλικά - reverência, a reverência, veneração, reverencia, reverence
  • ευλογία στα πορτογαλικά - aplauso, aprovação, bênção, benção, bênçãos, a bênção, blessing
  • ευλυγισία στα πορτογαλικά - maleabilidade, flexibilidade, elasticidade, suppleness, suavidade
  • ευλύγιστος στα πορτογαλικά - flexível, carne, ágil, limber, flexíveis, o limber
Τυχαίες λέξεις
Ευλογώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: benzer, abençoar, abençoe, abençoá, te abençoe, abençoe a