Υλιστικός στα γαλλικά
Μετάφραση: υλιστικός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
matérialiste, matérialistes, matérialisme, matérialiste de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υλιστικός
υλιστικός τρόπος ζωής, υλιστικός μονισμός, υλιστικός λεξικό γλώσσας γαλλικά, υλιστικός στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- υιός στα γαλλικά - gendre, garçon, gamin, fils, le fils, fils de
- υλισμός στα γαλλικά - matérialisme, le matérialisme, du matérialisme, matérialiste
- υλοποιούμαι στα γαλλικά - réalisent, comprendre, compulser, réaliser, concrétiser, réalisons, réalisez, ...
- υλοποιώ στα γαλλικά - introduire, exécuter, appliquer, outil, impatroniser, instaurer, instrument, ...
Τυχαίες λέξεις
Υλιστικός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: matérialiste, matérialistes, matérialisme, matérialiste de
Μεταφράσεις: matérialiste, matérialistes, matérialisme, matérialiste de