Υλιστικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: υλιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
materialista, anyagias, anyagi, a materialista, materialisztikus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υλιστικός
υλιστικός τρόπος ζωής, υλιστικός μονισμός, υλιστικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, υλιστικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- υιός στα ουγγρικά - fiú, fia, fiának, fiát, fiam
- υλισμός στα ουγγρικά - materializmus, a materializmus, materializmust, anyagiasság, materializmusnak
- υλοποιούμαι στα ουγγρικά - ylopoioumai
- υλοποιώ στα ουγγρικά - szerszám, megvalósul, valósult, valósult meg, valósul, valóra
Τυχαίες λέξεις
Υλιστικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: materialista, anyagias, anyagi, a materialista, materialisztikus
Μεταφράσεις: materialista, anyagias, anyagi, a materialista, materialisztikus