Αρχάριος στα γερμανικά
Μετάφραση: αρχάριος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anfange, gründer, begründer, anfänger, Anfänger, Neuling, Novize, Novizen, Einsteiger
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχάριος
αρχάριος ζωγράφος, αρχάριος σκι, αρχάριος συνώνυμα, ψαροντούφεκο αρχάριοσ, αρχάριος μελισσοκόμος, αρχάριος λεξικό γλώσσας γερμανικά, αρχάριος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αρτηριακός στα γερμανικά - arteriell, Arterien-, arteriellen, arterielle
- αρχάγγελος στα γερμανικά - erzengel, Erzengel, Erzengels, Archangel, Archangelsk
- αρχέγονος στα γερμανικά - primitiv, stammfunktion, primitive, primitiven, primitiver, ursprünglichen
- αρχή στα γερμανικά - grundsatz, anfangen, beginnen, starten, quelle, ursprung, angriff, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρχάριος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: anfange, gründer, begründer, anfänger, Anfänger, Neuling, Novize, Novizen, Einsteiger
Μεταφράσεις: anfange, gründer, begründer, anfänger, Anfänger, Neuling, Novize, Novizen, Einsteiger