Αρχάριος στα ολλανδικά
Μετάφραση: αρχάριος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beginner, beginneling, novice, nieuweling, beginnende
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχάριος
αρχάριος ζωγράφος, αρχάριος σκι, αρχάριος συνώνυμα, ψαροντούφεκο αρχάριοσ, αρχάριος μελισσοκόμος, αρχάριος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αρχάριος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αρτηριακός στα ολλανδικά - slagaderlijk, arteriële, arterieel, slagaderlijke, de arteriële
- αρχάγγελος στα ολλανδικά - aartsengel, Archangel, archangels, de Aartsengel
- αρχέγονος στα ολλανδικά - primitief, primitieve, de primitieve, oorspronkelijke
- αρχή στα ολλανδικά - activeren, aanzetten, aanvang, aanhef, beginsel, voorschrift, ingaan, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρχάριος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beginner, beginneling, novice, nieuweling, beginnende
Μεταφράσεις: beginner, beginneling, novice, nieuweling, beginnende